αγχιγειτων

αγχιγειτων
    ἀγχιγείτων
    ἀγχῐ-γείτων
    2, gen. ονος находящийся в близком соседстве, совсем близкий
    

(Ἄνδρος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγχιγειτων" в других словарях:

  • αγχιγείτων — ἀγχιγείτων, ( ονος), ον (Α) γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γείτων] …   Dictionary of Greek

  • ἀγχιγείτων — neighbouring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιγειτόνων — ἀγχιγείτων neighbouring gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιγείτονας — ἀγχιγείτων neighbouring masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιγείτονες — ἀγχιγείτων neighbouring masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»